- κτίσαντι
- создавшем
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
κτίσαντι — κτίζω people aor part act masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)